ελιγμός

ελιγμός
ο (Α ἑλιγμός)
1. στροφή, στρίψιμο
2. περιστροφική κίνηση
νεοελλ.
1. κίνηση ή μετασχηματισμός στρατεύματος για την επίτευξη τακτικού σκοπού
2. έμμεση προσέγγιση ορισμένου σκοπού με περιστροφές
αρχ.
1. συστροφή οργάνων
2. δέσιμο κόμπου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἑλιγμός — winding masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελιγμός — ο 1. στριφογύρισμα, μανούβρα: Ελιγμοί φιδιού. 2. ελικοειδής κατεύθυνση, ζιγκ ζαγκ: Ελιγμοί του ποταμού. 3. ελικοειδής κίνηση ή μετασχηματισμός στρατεύματος ή ναυτικών μονάδων για λόγους τακτικής: Με ελιγμούς βρέθηκαν στα πλευρά του εχθρού. 4. μτφ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εἱλιγμοῖς — ἑλιγμός winding masc dat pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἱλιγμοί — ἑλιγμός winding masc nom/voc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἱλιγμούς — ἑλιγμός winding masc acc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἱλιγμῷ — ἑλιγμός winding masc dat sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἱλιγμόν — ἑλιγμός winding masc acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλιγμοῖς — ἑλιγμός winding masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλιγμοί — ἑλιγμός winding masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλιγμοῦ — ἑλιγμός winding masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”